Το Μουσείο Καλαρρυτινής Αργυροτεχνίας εγκαινιάστηκε στις 8 Αυγούστου 2015 και στεγάζεται στο ανακαινισμένο κτήριο του πετρόχτιστου πρώην δημοτικού σχολείου, στο κέντρο του χωριού. Κύριος στόχος του μουσείου είναι να γνωστοποιήσει και να αναδείξει στο ευρύ κοινό τη λαϊκή τέχνη της Καλαρρυτινής αργυροτεχνίας, η οποία κατέστη ευρέως γνωστή στο παρελθόν, όχι μόνο εντός των Ελλαδικών συνόρων αλλά κι εκτός αυτών.
Η μουσειακή έκθεση αποσκοπεί, πρωταρχικά, στην ανάδειξη και περιγραφή του εργαλειακού εξοπλισμού, των παραδοσιακών τεχνικών και της εξέλιξης της αργυροχοϊκής τεχνολογίας στο πέρασμα του χρόνου ενώ, στη συνέχεια, παρουσιάζονται τα τελικά προϊόντα της αργυροτεχνίας, ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της Καλαρρυτινής τέχνης.
Πιο συγκεκριμένα, το Μουσείο Καλαρρυτινής Αργυροτεχνίας παρουσιάζει την τεχνολογία της αργυροτεχνίας στην προβιομηχανική εποχή, εστιάζοντας στα εργαλεία και στις παραδοσιακές τεχνικές επεξεργασίας του μετάλλου, αλλά και στα τελικά παράγωγά της. Οι έννοιες του χώρου και του χρόνου διατρέχουν τη δομή της έκθεσης, στο σύνολό της. Ο χώρος, το κατεξοχήν πολυσήμαντο πεδίο στο οποίο εγγράφεται η ανθρώπινη δράση, κατέχει σημαντικό ρόλο στη μουσειακή αφήγηση καθώς, το σύνολο των εκθεμάτων έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς την κοινότητα των Καλαρρυτών και τους ντόπιους τεχνίτες. Ανάλογα και ο χρόνος κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα από την παλαιότητα των εκθεμάτων αλλά και τις μετεξελίξεις που υπέστησαν τα αντικείμενα, εξαιτίας της μετάβασης από την προβιομηχανική στη βιομηχανική εποχή.
Ιστορικά:
Ο τοποκεντρικός χαρακτήρας του μουσείου θεωρήθηκε επιβεβλημένος καθώς, τον 18ο και 19ο αιώνα, η βλάχικη κτηνοτροφική κοινότητα των Καλαρρυτών αναδείχθηκε σε ένα περιφερειακό κέντρο περιζήτητης αργυροχοϊκής τέχνης. Οι Καλαρρυτινοί ασημιτζήδες, ακολουθώντας τους συγχωριανούς τους πλανόδιους εμπόρους κτηνοτροφικών προϊόντων, άρχισαν να διαθέτουν τα έργα των χεριών τους στους εμπορικούς δρόμους του εξωτερικού και να ξεμακραίνουν σταδιακά ολοένα και περισσότερο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οδηγήθηκαν στην Τεργέστη, στο Λιβόρνο, στη Μόσχα, στη Βιέννη και στην Αίγυπτο, όπου ίδρυσαν εμπορικούς οίκους που γνώρισαν σημαντική άνθιση.
Στις επιστροφές τους από το εξωτερικό, οι Καλαρρυτινοί αργυροτεχνίτες έφερναν χρήματα και σπάνια αγαθά ενώ, με τον καιρό, άρχιζαν να μορφώνονται και να αποκτούν ξεχωριστή θέση στην πολιτιστική ζωή της Ηπείρου. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι στα 1815 οι Καλαρρύτες αριθμούσαν 200 οικογένειες και το χωριό αντηχούσε από τα χτυπήματα του σφυριού στο αμόνι. Γνωστοί τεχνίτες της εποχής ήταν οι αδελφοί Βούλγαροι (πρόγονοι των ιδρυτών του γνωστού εμπορικού οίκου Bulgari), οι αδελφοί Παπαγεωργίου, οι Παπαμόσχοι, οι Πολυχρόνηδες, ο Ποντίκης, ο Διαμαντής Μπάφας, ο Αθανάσιος Τζημούρης, αρχιχρυσικός του Αλή πασά και δάσκαλος της τέχνης, και άλλοι.
Ευαγγελιοκάλυμμα
Τον Ιούνιο του 1821 οι Καλαρρύτες, μέσα στη δίνη των ιστορικών γεγονότων, παραδόθηκαν στη φωτιά και οι μέχρι τότε προνομιούχοι κάτοικοι μετατράπηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη σε πρόσφυγες, μεταφέροντας μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντά τους και την πολύτιμη τέχνη τους. Οι περισσότεροι βρήκαν καταφύγιο στα Επτάνησα, κυρίως στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα, όπου έδωσαν νέα ώθηση στη ντόπια δραστηριότητα ενώ δεν ήταν λίγοι κι εκείνοι που κατέφυγαν στην Ιταλία. Αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής συγκυρίας ήταν, στα 1830, να κατοικούν μόνιμα στην κοινότητα των Καλαρρυτών μόλις 26 οικογένειες. Τον υπόλοιπο 19ο αιώνα, η βιοτεχνική δραστηριότητα του χωριού ακολούθησε πτωτική πορεία, με την παραγωγή να μειώνεται ολοένα και περισσότερο. Άμεση συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν η κοινότητα των Καλαρρυτών να χάσει τον εμποροβιοτεχνικό οικονομικό χαρακτήρα της και να επιστρέψει στον κτηνοτροφικό, που αποτέλεσε και τη διαχρονική αξία του τόπου.
Ωστόσο, στη Ζάκυνθο οι Καλαρρυτινοί έστησαν τα αργυροχοεία τους στη Στράντα Μαρίνα και την Πλατεία Ρούγα ενώ συνοικία της πόλης είχε ήδη λάβει την ονομασία «Καλαρρύτικα», από τους Καλαρρυτινούς που είχαν εγκατασταθεί εκεί, πριν από το 1821. Εκεί δημιούργησαν ο Βούλγαρης (απ’ όπου μετακινήθηκε μεταγενέστερα στην Ιταλία), ο Βαρσάμης, ο Μπάφας, ο Στάθης, ο Τζημούρης, κ.ά. Στην Κέρκυρα κατέφυγαν κι εργάστηκαν τα αδέρφια Αποστόλης και Γεώργιος Παπαγεωργίου, ο Βασίλης Παπαμόσχος (μαθητής του Τζημούρη), ο Σπυρίδων και ο Νικόλαος Β. Παπαμόσχος και άλλοι. Αλλά και στο Μεσολόγγι έδρασε Καλαρρυτινός ασημιτζής, ο Αθανάσιος Δογρής, ο οποίος έγινε γνωστός στις αρχές του 20ού αιώνα για την κατασκευή κοσμημάτων ανδρικών ενδυμασιών.
Τα εκθέματα
Εξαιτίας αυτής της μεγάλης άνθισης και διάδοσης της Καλαρρυτινής αργυροτεχνίας, το μουσείο που στεγάζεται στο κέντρο του χωριού των Καλαρρυτών, επανατοποθετεί την τέχνη της αργυροχοΐας των Καλαρρυτινών μαστόρων στον τόπο που τη γέννησε και την ανέδειξε πρωτογενώς. Εύλογα, λοιπόν, τα εκθέματα που φιλοξενούνται στους χώρους του μουσείου προέρχονται, κατεξοχήν, από Καλαρρυτινούς αργυροτεχνίτες και αντικατοπτρίζουν, κατά βάση, τη χρονική περίοδο μεταξύ 18ου και 20ού αιώνα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μουσειακή έκθεση απαρτίζεται από εργαλεία και μηχανήματα επεξεργασίας του μετάλλου, που βασίζονται στις παραδοσιακές τεχνικές, και από τα παράγωγα αυτών των τεχνικών επεξεργασίας: αντικείμενα οικιακής χρήσης και διακόσμησης, κοσμήματα συρματερά, χυτά και με την τεχνική του niello (σαβάτι), εξαρτήματα παραδοσιακών ενδυμασιών, είδη προσωπικής χρήσης και είδη καπνιστού, σφυρήλατα και συρματερά εκκλησιαστικά είδη, κ. ά.
Η μουσειακή διαδρομή
Η έκθεση διαρθρώνεται μέσα από δύο εννοιολογικά αυτοτελείς θεματικές ενότητες, οι οποίες διαχωρίζονται και χωροταξικά σε δύο ξεχωριστές αίθουσες του κτηρίου: η πρώτη αίθουσα φιλοξενεί διάφορα μηχανήματα επεξεργασίας του μετάλλου, μαζί με τα συνοδά εξαρτήματά τους, και τα εργαλεία των τεχνιτών.
Τα αντικείμενα εκτίθενται με γραμμικό τρόπο, δηλαδή με την ίδια σειρά που χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια εφαρμογής της εκάστοτε τεχνικής, προκειμένου να καταστεί σαφής στον επισκέπτη του μουσείου η χρήση και η πρακτική λειτουργία τους. Παράλληλα, πλαισιώνονται, επικουρικά, από συμβατικά εποπτικά μέσα, όπως κείμενα που περιγράφουν τις τεχνικές της αργυροτεχνίας και υπομνηματισμό του εκάστοτε εκθέματος (με παράθεση της ονομασίας του αντικειμένου, ενός σύντομου ορισμού και του ονόματος του δωρητή).
Η δεύτερη αίθουσα στεγάζει τα προϊόντα της Καλαρρυτινής αργυροτεχνίας, στην τελική τους μορφή, τοποθετημένα μέσα σε ειδικές προθήκες, οι οποίες κατασκευάστηκαν προκειμένου αναδειχθεί, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, η καλλιτεχνία της Καλαρρυτινής αργυροχοϊκής τέχνης και να διαφυλαχθεί η ασφάλειά τους. Εσωτερικά των προθηκών, τα εκθέματα συνοδεύονται επίσης από υπομνηματικά δελτία παροχής των απαιτούμενων πληροφοριών.
Κοσμήματα και εξαρτήματα παραδοσιακής ενδυμασίας
Αυτές οι θεματικές ενότητες αναπτύσσονται γραμμικά στον εκθεσιακό χώρο, αφενός υπονοώντας την ευθύγραμμη αντίληψη του δυτικού ανθρώπου για τον χρόνο και αφετέρου αναδεικνύοντας την εξελικτική πορεία της αργυροτεχνίας σε ιστορικό επίπεδο. Συνάμα, η γραμμικότητα στη δομή της μουσειακής έκθεσης λειτουργεί επιβοηθητικά ούτως ώστε να κατανοήσει ο επισκέπτης τη διαδικασία σμίλευσης του μετάλλου και τη σταδιακή μεταμόρφωσή του από την πρωτογενή ως την τελική του μορφή.
Αλλά και εσωτερικά των θεματικών ενοτήτων και των προθηκών ακολουθήθηκε, εξίσου, ο γραμμικός τρόπος έκθεσης των αντικειμένων, με κατάταξη από το γενικότερο στο ειδικότερο, από το εξωτερικό στο εσωτερικό, από το παλαιότερο στο σύγχρονο, από το ψηλότερο στο χαμηλότερο κ.ο.κ. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της δεύτερης αίθουσας, που φιλοξενεί τα τελικά προϊόντα της αργυροτεχνίας, η γραμμικότητα της έκθεσης προσανατολίζεται από τη διακόσμηση των εμφανών μερών του σπιτιού στα χρηστικά αντικείμενα του εσωτερικού των ντουλαπιών, από τα κοσμήματα και τα εξαρτήματα της ενδυμασίας στα είδη προσωπικής χρήσης αλλά και από το ύψος της κεφαλής στο ύψος του στήθος, από το ύψος της μέσης στην κατάληξη των άκρων.
Τέλος, ως προς τη δομή της έκθεσης, αξίζει να αναφερθεί ότι, ακριβώς στο μέσον της μουσειακής διαδρομής, δηλαδή στο σημείο όπου ολοκληρώνεται η ενότητα παρουσίασης των εργαλείων και των τεχνικών της αργυροτεχνίας και έπεται η παρουσίαση των προϊόντων της αργυροτεχνίας, πραγματοποιείται η προβολή ενός βίντεο που περιγράφει με αφηγηματικό τρόπο τις μέχρι τότε παρουσιαζόμενες τεχνικές και τα εργαλεία τους. Με τον τρόπο αυτόν, επιτυγχάνονται ταυτόχρονα δύο διαφορετικά επιθυμητά αποτελέσματα: αφενός ολοκληρώνεται εκπαιδευτικά η διασαφήνιση και εμπέδωση των μέχρι τότε παρεχόμενων πληροφοριών και αφετέρου ξεκουράζεται ο νους του επισκέπτη από τη μονοτονία της επαναλαμβανόμενης τεχνικής έκθεσης, με τη μορφή έκθεμα - κείμενο. Συνεπώς, μετά την προβολή του βίντεο, ο επισκέπτης θα μπορέσει να εκτιμήσει και να αξιολογήσει με διαφορετική γνώση και οπτική τα προϊόντα της αργυροτεχνίας που παρατίθενται στη συνέχεια ενώ, παράλληλα, θα είναι αποφορτισμένος από τη μουσειακή κόπωση που μπορεί να προκαλέσει η διαρκώς όμοια παράθεση των εκθεμάτων.
Συνεδριακό Κέντρο και Χώρος Εκδηλώσεων
Επιπρόσθετα, αξίζει να αναφερθεί ότι το κτήριο που στεγάζει το Μουσείο Καλαρρυτινής Αργυροτεχνίας φιλοξενεί στους κόλπους του και μια πολυχρηστική αίθουσα που χρησιμοποιείται ως Συνεδριακό Κέντρο και Χώρος Πολλαπλών Εκδηλώσεων. Η εν λόγω αίθουσα, που είναι εξοπλισμένη με όλα τα απαραίτητα μέσα υλικοτεχνικής υποστήριξης των εκδηλώσεων, λειτουργεί παράλληλα και ως ένας χώρος σταδιακής εισαγωγής των επισκεπτών στη θεματολογία και στο περιεχόμενο του μουσείου. Η λειτουργία αυτή επιτελείται μέσα από τη χρήση ευσύνοπτων κειμένων, που παρουσιάζουν το κοινωνικό-οικονομικό και ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, εντός του οποίου έδρασαν και μεγαλούργησαν οι σπουδαιότεροι Καλαρρυτινοί αργυροτεχνίτες. Συνάμα, παρατίθενται σύντομα βιογραφικά και εργογραφικά κείμενα των σπουδαιότερων Καλαρρυτινών αργυροτεχνιτών αλλά και φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης και αισθητικής με ορισμένα από τα σπουδαιότερα έργα τους.
(Κείμενο: Μ. Μπάρκα)