Tα γεφύρια που συναντά κανείς διάσπαρτα στον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων συνιστούν μια μορφή παρέμβασης του ανθρώπου η οποία λειτουργεί τόσο σε πρακτικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο σηματοδοτώντας το άνοιγμα νέων οριζόντων μέσω του εμπορίου και την ανάπτυξη δεσμών και επαφών ανάμεσα σε όμορες κοινότητες.
Τα πέτρινα γεφύρια του Αράχθου μάρτυρες της τέχνης των μαστόρων από την Πράμαντα, τους Χουλιαράδες, το Σκλούπο και το Μιχαλίτσι στέκουν στο διάβα των ποταμών και αφηγούνται την ιστορία της θέλησης του ανθρώπου να τιθασεύσει την ορμή της φύσης. Κάθε ένα από αυτά συνδεδεμένο με την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του απηχεί και αντανακλά τις εικόνες και τα βιώματα μιας άλλης εποχής. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν το γεφύρι της Πλάκας, η της Πολίτσας, και η γέφυρα Παπαστάθη που από κοινού με εκείνη της Πλάκας οριοθετούν την χαράδρα του Αράχθου. Γεφύρια όμως συναντάμε και στο εσωτερικό οικισμών όπως για παράδειγμα στους Καλαρρύτες (γέφυρα Κουιάσας) ή στο Ματσούκι (γέφυρα Καρλίμπου). Στην περίπτωση αυτή ο ρόλος τους είναι διττός καθώς λειτουργούν ως δίοδοι επικοινωνίας τόσο με το εσωτερικό όσο και με την περιφέρεια του οικισμού.
Χτισμένο το 1866, θεωρούνταν το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων, με άνοιγμα κάμαρας 40 μέτρα, ύψος 19 μέτρα και με άνοιγμα στην κορυφή 3,2 μέτρα. Το κεντρικό του τόξο κατέρρευσε την 1 Φεβρουαρίου 2015, στη διάρκεια μιας μεγάλης κακοκαιρίας, και σήμερα
Η γέφυρα Πολιτσάς κτίσθηκε στο τέλος του προηγούμενου αιώνα με σκοπό να εξυπηρετεί τα χωριά Αμπελοχώρι, Ραφταναίους, Άγναντα, Πράμαντα, Κτιστάδες, με τα Γιάννενα μέσω των Κατσανοχωρίων. Η γέφυρα αποτελείται από τέσσερα τόξα από τα οποία τα τρία μικρότερα
Η γέφυρα του Γκόγκου βρίσκεται στην αρχή της χαράδρας του ποταμού Καλαρρύτικου, στο δρόμο που ενώνει τους Ραφταναίους με το Μιχαλίτσι. Πρόκειται για μία κρεμαστή μεταλλική γέφυρα που σχεδιάστηκε από το γερμανό μηχανικό Κάρολο Βάυκμαν το 1932.
Μονότοξο πέτρινο γεφύρι το οποίο γεφυρώνει τον Χρούσια ποταμό (παραπόταμο του Καλαρρύτικου). Υπάρχει ανακουφιστικό τόξο, ενώ στα πλαϊνά του κατάστρωμα του υπάρχει χαμηλό στηθαίο. Είναι κατασκευασμένο σε υψόμετρο περίπου 750 μέτρων.
Πετρόκτιστο, μονότοξο, ημικυκλικό γεφύρι στην κοιλάδα του Χρούσια ποταμού. Στον κορμό του ενός σκέλους της γέφυρας υπάρχει μικρότερο τόξο που ελαφραίνει την κατασκευή (ανακουφιστικό τόξο) και επιτρέπει τη γρήγορη διέλευση του νερού σε περίπτωση πλημμύρας.
Στο χωριό Καλαρρύτες υπάρχει ένα σύνολο πολλών μικρών μονότοξων γεφυριών, 26 εκ των οποίων βρίσκονται στον κατάλογο της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων. Είναι κτισμένα από συντεχνίες μαστόρων ειδικευμένων στο κτίσιμο γεφυριών με χρηματοδότες πλούσιους
Mονότοξο πέτρινο γεφύρι με χαμηλό στηθαίο στα πλάγια του καταστρώματος του. Βρίσκεται λίγο έξω από το χωριό Ματσούκι και γεφυρώνει το Ματσουκιώτικο ρέμα, παραπόταμο του Καλαρρύτικου ποταμού. Κατασκευάστηκε μετά την προσάρτηση και κατά την διάρκεια των πρώτων
Πέτρινο μονότοξο γεφύρι το οποίο συναντάμε στο μονοπάτι απο Ματσούκι για Καλαρρύτες. Γεφυρώνει το απότομο ρέμα του «Καρλίμπου ή Μονοδένδρι», το οποίο χύνεται στον Καλαρρύτικο ποταμό. Η ονομασία «Καρλίμπου» είναι βλαχόθετη και σημαίνει αγκύλη. Πιθανολογείται ότι εξαιτίας
Πέτρινο δίτοξο γεφύρι το οποίο βρίσκεται κάτω από το χωριό Κηπίνα (πρώην Αρμπορέσι) και εξυπηρετούσε την επικοινωνία της Κηπίνας με τους Χριστούς. Γεφυρώνει τον Καλαρρύτικο ποταμό. Κτίστης ήταν ο μάστορας Ραφτάνης από τους Ραφταναίους και χρηματοδότης του έργου φαίνεται
«Πούντεα Νούαουα» ονομάζεται το «Καινούργιο γεφύρι» στα βλάχικα. Μονότοξο πέτρινο γεφύρι, κτισμένο από Κονιτσιώτες μαστόρους, στην είσοδο του Συρράκου στη τοποθεσία «Μπόζια». Γεφυρώνει το ρέμα του Τσάση το οποίο χύνεται στον Χρούσια, παραπόταμο του Καλαρρύτικου.
Μονότοξο γεφύρι που βρίσκεται δίπλα στη βρύση Καλογρέτσι μέσα στον οικισμό του Συρράκου. Γεφυρώνει ρέμα του ποταμού Χρούσια στην περιοχή Μεγάλο Λαγκάδι. Είναι χτισμένο το 1938 πάνω σε παλαιότερο γεφύρι το οποίο έπεσε και είχε χτιστεί το 1890.
Δίτοξο γεφύρι το οποίο γεφυρώνει το μελισσουργιώτικο ρέμα και ενώνει τους Χριστούς με την Πράμαντα. Κατασκευάσθηκε μετά την προσάρτηση και κατά την διάρκεια των πρώτων ετών της απελευθέρωσης (1833-1890)1 και αντικατέστησε άλλο αρχαιότερο που βρισκόταν στο κατάντη. Πλέον