Tα γεφύρια που συναντά κανείς διάσπαρτα στον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων συνιστούν μια μορφή παρέμβασης του ανθρώπου η οποία λειτουργεί τόσο σε πρακτικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο σηματοδοτώντας το άνοιγμα νέων οριζόντων μέσω του εμπορίου και την ανάπτυξη δεσμών και επαφών ανάμεσα σε όμορες κοινότητες.
Τα πέτρινα γεφύρια του Αράχθου μάρτυρες της τέχνης των μαστόρων από την Πράμαντα, τους Χουλιαράδες, το Σκλούπο και το Μιχαλίτσι στέκουν στο διάβα των ποταμών και αφηγούνται την ιστορία της θέλησης του ανθρώπου να τιθασεύσει την ορμή της φύσης. Κάθε ένα από αυτά συνδεδεμένο με την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του απηχεί και αντανακλά τις εικόνες και τα βιώματα μιας άλλης εποχής. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν το γεφύρι της Πλάκας, η της Πολίτσας, και η γέφυρα Παπαστάθη που από κοινού με εκείνη της Πλάκας οριοθετούν την χαράδρα του Αράχθου. Γεφύρια όμως συναντάμε και στο εσωτερικό οικισμών όπως για παράδειγμα στους Καλαρρύτες (γέφυρα Κουιάσας) ή στο Ματσούκι (γέφυρα Καρλίμπου). Στην περίπτωση αυτή ο ρόλος τους είναι διττός καθώς λειτουργούν ως δίοδοι επικοινωνίας τόσο με το εσωτερικό όσο και με την περιφέρεια του οικισμού.
Χορηγοί κατασκευής των γεφυριών ήταν κατά κανόνα εύποροι κάτοικοι της περιοχής ή εκκλησιαστικά ιδρύματα ενώ οι τοπικές κοινότητες συνέβαλλαν στο μέτρο του δυνατού είτε σε χρήματα είτε σε είδος (πέτρα, ξυλεία, προσωπική εργασία). Την κατασκευή των γεφυριών αναλάμβαναν έμπειρα συνεργεία με επικεφαλής τους πρωτομάστορες. Οι μάστορες αυτοί γνωστοί και ως κιοπρούληδες από την τουρκική λέξη copru =γεφύρι περιδιάβαιναν όλο το χώρο της Βαλκανικής οργανωμένοι σε μπουλούκια, γεφυρώνοντας με την τέχνη τους τα περάσματα των ποταμών.
Στις ορεινές περιοχές όπου το έδαφος ήταν πιο σκληρό οι τεχνίτες δεν αντιμετώπιζαν ιδιαίτερες δυσκολίες σε αντίθεση με τα πεδινά εδάφη όπου το έδαφος δεν χαρακτηρίζεται από σταθερότητα. Αφού εντοπιζόταν λοιπόν η κατάλληλη θέση το μπουλούκι έπιανε δουλειά. Ο πρωτομάστορας χάραζε το σχέδιο και οι μαραγκοί άρχιζαν να κατασκευάζουν το ξύλινο καλούπι πάνω στο οποίο θα έχτιζαν. Η δουλειά αυτή γινόταν από την άνοιξη μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου μιας και το χειμώνα υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος τα ορμητικά νερά του ποταμού να παρασύρουν τον ξύλινο σκελετό. Αφού έριχναν τα θεμέλια τα οποία φρόντιζαν να είναι γερά ξεκινούσε το χτίσιμο. Κατά τη θεμελίωση χρησιμοποιούσαν ένα ιδιαίτερο τύπο κονιάματος το επονομαζόμενο κουρασάνι το οποίο παρασκεύαζαν αναμειγνύοντας άμμο και ασβέστη ,με τριμμένο κεραμίδι και ασπράδι αυγού.
Η ίδια η φύση της κατασκευής από κοινού με τις όποιες δυσκολίες και εμπόδια στάθηκαν αφορμή για την δημιουργία θρύλων γύρω από τα γεφύρια. Ο φόβος και η αγωνία μπροστά στις δυσκολίες και τα απρόοπτα γεγονότα κατά την θεμελίωση και το χτίσιμο, η πίστη για την ύπαρξη δαιμονικών στοιχείων έκαναν αρκετές φορές τους μαστόρους προληπτικούς. Κύριο μέσο πρόληψης και προφύλαξης, ήταν το στοίχειωμα του έργου με θυσίες εξιλέωσης.
(Πηγή: «Ο τοπικός πολιτισμός της περιοχής των Τζουμέρκων (15ος-20ος αιώνας). Μελέτη, ψηφιοποίηση πολιτιστικού αποθέματος: προβολή και αξιοποίησή του»)